- επικόσμησις
- ἐπικόσμησις, ή (AM) [επικοσμώ]στολισμόςαρχ.η τελείωση, τελειοποίηση τής ύλης με την απόδοση σε αυτήν μορφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικόσμησις — adornment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοσμήσει — ἐπικόσμησις adornment fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικοσμήσεϊ , ἐπικόσμησις adornment fem dat sg (epic) ἐπικόσμησις adornment fem dat sg (attic ionic) ἐπικοσμέω add ornaments to aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικοσμέω add ornaments to fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικόσμησιν — ἐπικόσμησις adornment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοσμήσεως — ἐπικοσμήσεω̆ς , ἐπικόσμησις adornment fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)